Γεωργία Μαριακάκη
Ψυχολόγος Msc - Ψυχοθεραπεύτρια

Τα άρθρα μου

Κάθε άνθρωπος χρειάζεται έναν τόπο, όπου αισθάνεται ασφαλής και καλοδεχούμενος. Κάθε άνθρωπος επιθυμεί έναν τόπο, όπου μπορεί να χαλαρώσει και να είναι ο εαυτός του.

Στην ιδανική περίπτωση το μέρος αυτό υπήρξε το πατρικό μας σπίτι. Αν έχουμε αισθανθεί ότι οι γονείς μας μας αγάπησαν και μας αποδέχτηκαν ως παιδιά, τότε είχαμε ένα ζεστό σπιτικό. Κι αυτό το θετικό «συναίσθημα» που έχουμε μέσα μας από την παιδική ηλικία μάς συντροφεύει στη ζωή:αισθανόμαστε ασφαλείς στον κόσμο και στη ζωή μας. Έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στους άλλους ανθρώπους.
 
Όχι λίγοι άνθρωποι συνδέουν όμως την παιδική τους ηλικία με κατά βάση αρνητικές εμπειρίες, κάποιοι ίσως και με τραυματικές.Κάποιοι άνθρωποι είχαν μία δυστυχισμένη παιδική ηλικία, αλλά έχουν απωθήσει αυτές τις αναμνήσεις. Δεν μπορούν καθόλου να τις θυμηθούν. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η παιδική τους ηλικία ήταν «φυσιολογική» ή «ευτυχισμένη», κάτι που αποδεικνύεται «αυταπάτη», αν εξεταστεί πιο προσεκτικά.
 
Ακόμα όμως και σ’αυτές τις περιπτώσεις όπου τα άτομα προσπαθούν να απωθήσουν και να «μειώσουν» τις αρνητικές αυτές εμπειρίες, αποδεικνύεται ότι δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τον εαυτό τους και τους άλλους. Υπάρχουν προβλήματα αυτοεκτίμησης, αμφιβολίες για το αν ο απέναντί τους τούς συμπαθεί, δεν τους αρέσει ο εαυτός τους, έχουν πολλές ανασφάλειες και προβλήματα στις σχέσεις τους.
 
Δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν το αίσθημα της εμπιστοσύνης στην παιδική τους ηλικία και ψάχνουν αυτό το αίσθημα ασφάλειας και προστασίας, που τους έλειψε, στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Και συνεχώς απογοητεύονται γιατί οι άλλοι -στην καλύτερη περίπτωση- μόνο σποραδικά θα μπορέσουν να τους δώσουν αυτό το συναίσθημα. Δεν συνειδητοποιούν ότι πέφτουν σε μία παγίδα: Αν δεν υπάρχει αυτό το «συναίσθημα» μέσα μας, δεν μπορούμε να το βρούμε στον έξω κόσμο.
 
Αυτές οι επιρροές από την παιδική ηλικία αναφέρονται από μερικούς ψυχολόγους ως το «εσωτερικό παιδί». Το εσωτερικό παιδί είναι, λοιπόν, το σύνολο όλων αυτών των παιδικών επιρροών, καλών και κακών, που ζήσαμε μέσω των γονιών μας και άλλων σημαντικών ατόμων της παιδικής ηλικίας. Τις περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες δεν τις θυμόμαστε συνειδητά. Το εσωτερικό μας παιδί είναι στο μεγαλύτερο βαθμό του ασυνείδητο.
Πάνω από όλα, οι αρνητικές επιρροές δημιουργούν προβλήματα στην ενήλικη ζωή. Το παιδί μέσα μας κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει να ξαναζήσει τις απογοητεύσεις που έζησε παλιά. Και παράλληλα καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του για ασφάλεια και αναγνώριση, που δεν ικανοποιήθηκαν σην παιδική ηλικία.
 
Ενώ λοιπόν σε συνειδητό επίπεδο είμαστε ανεξάρτητοι ενήλικες που καθορίζουμε τη ζωή μας, σε ασυνείδητο επίπεδο το «εσωτερικό μας παιδί» επηρεάζει την αντίληψη, την σκέψη, τα συναισθήματα και τις πράξεις μας. Και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι η λογική μας.
 
Ένα παράδειγμα: Ο Μιχάλης δε συνειδητοποιεί ότι είναι το «εσωτερικό του παιδί» που αισθάνεται έλλειψη σεβασμού και εξοργίζεται, όταν η γυναίκα του ξεχνάει να αγοράσει από το σουπερ-μάρκετ το αγαπημένο του λουκάνικο. Δε γνωρίζει ότι ο λόγος για τον έντονο θυμό που αισθάνεται δεν είναι η γυναίκα του ή το λουκάνικο που ξεχάστηκε, αλλά μία «πληγή» από το παρελθόν: η μητέρα του δε λάμβανε ποτέ σοβαρά υπ΄όψιν τις επιθυμίες του ως παιδί.
Ο καβγάς για το λουκάνικο δεν είναι και ο μοναδικός καβγάς τέτοιου τύπου στη σχέση του Μιχάλη με τη γυναίκα του. Ο Μιχάλης και η γυναίκα του μαλώνουν συχνά με ασήμαντες αφορμές, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτοί οι καβγάδες οφείλονται στα «εσωτερικά τους παιδιά». Γιατί και η γυναίκα του Μιχάλη αντιδρά πολύ έντονα στην κριτική και στις εκρήξεις του Μιχάλη -στην παιδική της ηλικία οι γονείς της την επέπλητταν πολύ συχνά, κάτι που την έκανε να αισθάνεται ανάξια και «μικρή».

Το «εσωτερικό παιδί» δεν ευθύνεται μόνο για εντάσεις στις σχέσεις, όπως στο παραπάνω παράδειγμα, αλλά και για πολλές άλλες δυσκολίες της ενήλικης ζωής. Αν αναγνωρίσουμε «το εσωτερικό μας παιδί» και συμφιλιωθούμε μαζί του, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε τις «πληγές» του, να τις αποδεχτούμε και σε κάποιο βαθμό να τις γιατρέψουμε.
 
Έτσι μπορεί να ενισχυθεί η αυτοεκτίμησή μας, να έχουμε αρμονικότερες και ευτυχισμένες σχέσεις με τους άλλους και καλύτερη ποιότητα ζωής. Η δουλειά με το «εσωτερικό μας παιδί» είναι κάτι που συμβαίνει μέσα στο ασφαλές πλαίσιο που παρέχει η ψυχοθεραπεία.

Η τάση σε ξεσπάσματα θυμού και επιθετική συμπεριφορά είναι κάτι που βαραίνει τόσο το ίδιο το άτομο όσο και το περιβάλλον του.

Αρνητικά συναισθήματα (όπως ο θυμός, η ματαίωση, η απογοήτευση, η απόγνωση κ.α.) που μπορούν να οδηγήσουν σε επιθετική συμπεριφορά είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και ζωής. Διάφοροι παράγοντες όπως ο χαρακτήρας, η διαπαιδαγώγηση, το περιβάλλον κτλ καθορίζουν τη σχέση του ατόμου με την επιθετικότητά του και τον τρόπο με τον οποίο τη διαχειρίζεται. Οι περισσότεροι άνθρωποι «επιτρέπουν» στον εαυτό τους περιστασιακά και κάτω από ορισμένες συνθήκες κάποιο ξέσπασμα. Όταν αυτό όμως συμβαίνει συχνά και χωρίς συγκεκριμένες αφορμές και όταν υπάρχει σημαντική απώλεια ελέγχου στα λόγια και στις πράξεις, αυτό μπορεί να γίνει μεγάλο πρόβλημα, με πολλές αρνητικές συνέπειες στην επαγγελματική και προσωπική ζωή του ατόμου.
 
Για να μπορέσει το άτομο να διαχειριστεί καλύτερα την επιθετικότητά του χρειάζεται να συνειδητοποιήσει τα αρνητικά συναισθήματα που βρίσκονται από κάτω και να τα επεξεργαστεί. Αν κάποιος προσπαθεί να βρει λύση στο πρόβλημα της επιθετικότητας με το να καταπιέσει το θυμό του, κάνει με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα αυτό απλά ακόμα μεγαλύτερο.
 
Το ξέσπασμα σε επιθετικότητα με το παραμικρό και η απώλεια ελέγχου στη συμπεριφορά έχει παρατηρηθεί ότι συνδέονται με ποικίλους παράγοντες. Τέτοιοι είναι: το στρες και άγχος στον εργασιακό χώρο, οι μη ευτυχισμένες προσωπικές σχέσεις, τα τραυματικά γεγονότα ζωής που δεν έχουν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, ο σωματικός πόνος, διάφοροι φόβοι κτλ.
 
Γι’ αυτό τα άτομα που έχουν χρόνια αυτή τη δυσκολία είναι σημαντικό να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό. Σε περιπτώσεις που το άτομο έχει περάσει κατάθλιψη ή σύνδρομο εξουθένωσης (burnout) η προσφυγή σε κάποιον ειδικό κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.
 
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί έχουν αυτά τα ξεσπάσματα. Η θεραπεία θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν από πού προέρχονται και να επεξεργαστούν αυτό που τα προκαλεί. Σε πολλές περιπτώσεις και όταν στη βάση της δυσκολίας αυτής βρίσκονται προβληματικές σχέσεις, συστήνεται θεραπεία ζεύγους ή οικογένειας.

Οι περισσότεροι, ως παιδιά, είχαμε καλή πρόσβαση στα συναισθήματά μας. Στην πορεία της ζωής μάθαμε από τους ενήλικες/την κοινωνία, ότι δεν «επιτρέπεται» ή ότι δεν είναι καλό να εκφράζουμε πάντα τα συναισθήματά μας. Που χάθηκε στην πορεία η έκφραση του αυθορμητισμού μας;

Οι άνθρωποι συχνά δυσκολευόμαστε να μιλάμε για συναισθήματα. Οι περισσότεροι, ως παιδιά, είχαμε καλή πρόσβαση στα συναισθήματά μας. Στην πορεία της ζωής μάθαμε από τους ενήλικες/την κοινωνία ότι δεν «επιτρέπεται» ή ότι δεν είναι καλό να εκφράζουμε πάντα τα συναισθήματά μας. Χάσαμε δηλαδή με την πάροδο των χρόνων τον αυθορμητισμό που είχαμε ως παιδιά στην έκφρασή τους.
 
’Ετσι σήμερα, ως ενήλικες, έχουμε την τάση να απωθούμε τα δυσάρεστα συναισθήματα (όπως είναι ο φόβος, η θλίψη, ο θυμός, η ενοχή, η ντροπή κ.α.). Κι αυτό εν μέρει γιατί φοβόμαστε ότι θα θεωρηθούμε αδύναμοι, υστερικοί, υπερβολικοί κτλ. Ή μπορεί να φοβόμαστε ότι θα καταρρεύσουμε και ότι δε θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε τα συναισθήματά μας.

Σε κάποιους ανθρώπους οι φόβοι αυτοί είναι τόσο έντονοι και η αποφυγή των δυσάρεστων συναισθημάτων τόσο συχνή, ώστε αυτό καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητά τους (με πολλές αρνητικές συνέπειες στην υγεία  στις σχέσεις και στη ζωή γενικότερα).

Κι αυτό γιατί τα συναισθήματα δεν εξαφανίζονται έτσι απλά και η απώθησή τους κοστίζει πολλή ενέργεια. Είναι σαν να σπρώχνουμε μια μπάλα προς τα κάτω μέσα στο νερό. Η μπάλα έχει την τάση να ανεβαίνει συνεχώς προς την επιφάνεια...

Αυτή την ενέργεια τελικά τη στερούμαστε από άλλους τομείς της ζωής μας και έτσι δεν ευχαριστιόμαστε τη ζωή μας στο έπακρο. Επίσης μακροπρόθεσμα τα καταπιεσμένα συναισθήματα επηρεάζουν αρνητικά την υγεία μας. Το ανοσοποιητικό σύστημα εξασθενεί και γινόμαστε ευάλωτοι σε ιούς και ασθένειες.
 
Ακόμα και αν μας είναι δύσκολο, η μοναδική λύση βρίσκεται στη βίωση των συναισθημάτων. Η ενέργεια που καταναλώνεται διαφορετικά στην απώθηση ενός συναισθήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επεξεργασία του συναισθήματος. Έτσι απελευθερώνεται ενέργεια η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλους τομείς της ζωής μας.
 
Αυτό έχει σαν συνέπεια ότι τα θετικά συναισθήματα αποκτούν περισσότερο χώρο. Αν αποδεχτούμε ότι τα δύσκολα συναισθήματα ανήκουν στη ζωή, τότε μπορούμε να χαρούμε περισσότερο και τα θετικά συναισθήματα.
 
Όποιος αισθάνεται ότι έχει δυσκολία σε αυτό τον τομέα και βλέπει την υγεία του να επηρεάζεται αρνητικά από αυτό, δε θα πρέπει να διστάσει να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να μας βοηθήσει σημαντικά να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τα συναισθήματά μας και να μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε καλύτερα βελτιώνοντας την υγεία μας και αποκτώντας καλύτερη ποιότητα ζωής.

Ο όρος «υποχονδρίαση» αναφέρεται στην ενασχόληση του ατόμου με φόβους ή την ιδέα ότι έχει μία σοβαρή ασθένεια.

Η ενασχόληση αυτή του ατόμου επιμένει παρά την κατάλληλη ιατρική αξιολόγηση και καθησύχαση. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο καταφεύγει σε συχνές ιατρικές εξετάσεις, οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα την άμεση ανακούφισή του. Η επίδρασή τους αυτή όμως είναι μόνο παροδική, διαρκώντας από λίγες ώρες έως λίγες μέρες.
 
Στην υποχονδρίαση το άτομο είναι σε θέση να αναγνωρίσει την πιθανότητα ότι φοβάται υπερβολικά την ασθένεια ή ακόμα και ότι μπορεί να μην υπάρχει καθόλου ασθένεια. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να ξεπεράσει τους φόβους του αυτούς και γι’ αυτό χρειάζεται να απευθυνθεί σε ειδικό.
 
Η διάρκεια και εξέλιξη της υποχονδρίασης διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Η υποχονδρίαση μπορεί να είναι μία σχετικά παροδική κατάσταση, αλλά μπορεί να είναι και χρόνια. Mπορεί να εμφανισθεί μετά από κάποιo ψυχοπιεστικό γεγονός, όπως π.χ. ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μια αλλαγή της ζωής με νέες ευθύνες, όπως η γέννηση ενός παιδιού κ.ά.
 
Μπορεί όμως να είναι και το αποτέλεσμα μιας άλλης μορφής συναισθηματικής επιβάρυνσης, όπως π.χ. της ύπαρξης έντονου άγχους για αρκετό καιρό, της ύπαρξης κατάθλιψης ή της βίωσης κάποιου τραυματικού γεγονότος κατά την παιδική ηλικία, π.χ. σεξουαλικής ή σωματικής κακοποίησης. Η ύπαρξη υπερπροστατευτικών γονέων ή γονέων με έντονη ανησυχία γύρω από θέματα υγείας αποτελεί επίσης παράγοντα κινδύνου εμφάνισης της νόσου στο παιδί/έφηβο.
 
Όπως και να έχει, πρόκειται για μία κατάσταση, η οποία προκαλεί σημαντική ενόχληση και έκπτωση της κοινωνικής, επαγγελματικής κτλ λειτουργικότητας.
 
Η υποχονδρίαση μπορεί να αντιμετωπιστεί τόσο με αγχολυτικά φάρμακα, όσο και με ψυχοθεραπεία. Μία μορφή ψυχοθεραπείας, η οποία, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, έχει θετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της διαταραχής αυτής, είναι η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.
 
Τα άτομα με υποχονδρίαση εκλαμβάνουν διάφορα σωματικά συμπτώματα ως πιο επικίνδυνα απ’ ό,τι πραγματικά είναι και μία συγκεκριμένη ασθένεια εκλαμβάνεται ως πιο πιθανή ή /και πιο σοβαρή απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Ταυτόχρονα, το άτομο εκλαμβάνει τον εαυτό του ανίκανο να προλάβει ή να αντιμετωπίσει την ασθένεια αυτή.

Όλα τα παραπάνω, καθώς επίσης διάφορες πεποιθήσεις του ατόμου για το θάνατο και για τον εαυτό του δουλεύονται στην ψυχοθεραπεία, με αποτέλεσμα τη μείωση του άγχους του ατόμου αναφορικά με τη σωματική του υγεία.

Η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή αποτελεί μία αγχώδη διαταραχή που εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα. Πλήττει εξίσου τους άντρες και τις γυναίκες και πρωτοεμφανίζεται συνήθως σε μικρές ηλικίες.

Η διαταραχή μπορεί να είναι χρόνια με επιδεινώσεις και υφέσεις. Συχνά συνυπάρχει με κατάθλιψη, άλλες αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές προσωπικότητας ή διαταραχές πρόσληψης τροφής. Η διαταραχή αυτή μπορεί να προκαλέσει σημαντική έκπτωση στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή του ατόμου, καθώς επίσης και σημαντική δυσφορία.

Αναλυτικότερα και σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια DSM-IV της Αμερικανικής Ψυχιατρική Ένωσης (American Psychiatric Association), η διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες έμμονες σκέψεις, παρορμήσεις και εικόνες, οι οποίες βιώνονται συνήθως σαν παρείσακτες και προκαλούν έντονο άγχος ή ενόχληση.
 
Επίσης συχνά χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (π.χ. πλύσιμο χεριών, τακτοποίηση, έλεγχος) ή νοερές πράξεις (π.χ. επαναλήψεις λέξεων, μετρήσεις, προσευχές), τις οποίες το άτομο αισθάνεται αναγκασμένο να κάνει ως απάντηση στις έμμονες σκέψεις ή σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες που θέτει το ίδιο το άτομο στον εαυτό του.
 
Οι συμπεριφορές αυτές (ή νοερές πράξεις) αποβλέπουν στη μείωση του άγχους ή στην αποτροπή κάποιου απευκταίου γεγονότος. Ωστόσο αυτές οι συμπεριφορές είτε δε συνδέονται ρεαλιστικά με το γεγονός αυτό (π.χ. τακτοποίηση, σαν απάντηση στην ιδέα ότι, αν αυτό δε συμβεί, θα υπάρξει τιμωρία από το Θεό) είτε είναι υπερβολικές (π.χ. πλύσιμο των χεριών μέχρι να ματώσουν, ώστε να αποφευχθεί η μόλυνση).
 
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μία χρόνια κατάσταση. Το άτομο που πάσχει από αυτή τη διαταραχή όμως μπορεί να βοηθηθεί, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό έγκαιρα. Το σημαντικότερο θέμα είναι να αναγνωρίσει το άτομο τα συμπτώματα και να ξεπεράσει την ενδεχόμενη άρνηση που πιθανότατα αισθάνεται προκειμένου να μπορέσει να ξεκινήσει τη θεραπεία του.
 
Η φαρμακοθεραπεία (αγχολυτικά/ αντικαταθλιπτικά φάρμακα) μπορούν να βοηθήσουν, δεν αποτελούν όμως από μόνα τους πάντα επαρκή αντιμετώπιση. Η ψυχοθεραπεία είναι πολύ σημαντική. Υπάρχουν πολλές μορφές ψυχοθεραπείας. Μία από αυτές είναι και η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, η οποία, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, έχει θετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της διαταραχής αυτής. Ο συνδυασμός της ψυχοθεραπείας και ορισμένων φαρμάκων φαίνεται να επιφέρει γενικά καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της διαταραχής αυτής.
 
Η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή δεν επηρεάζει όμως δυστυχώς μόνο το ίδιο το άτομο, αλλά και ολόκληρη την οικογένεια. Η οικογένεια συνήθως δυσκολεύεται να αποδεχτεί ότι το άτομο με τη διαταραχή αυτή δεν μπορεί να σταματήσει τη δυσφορική του συμπεριφορά και αντιδρά συχνά ακατάλληλα απέναντι του. Γι’αυτό καλό είναι να υπάρχει επίσης κάποια ψυχοεκπαίδευση/ενημέρωση της οικογένειας του ατόμου από τον εκάστοτε ειδικό.

Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή αφορά σε «υπερβολικό άγχος και ανησυχία» για ένα πλήθος θεμάτων χωρίς προφανή αιτία.

Η ανησυχία αποτελεί ένα φυσιολογικό φαινόμενο. Όλοι μας βιώνουμε κάποιες στιγμές κάποιο βαθμό άγχους και ανησυχίας στη ζωή μας. Όταν όμως το άγχος και η ανησυχία γίνονται υπερβολικά και συνεχή, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για συναισθηματική διαταραχή.

Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή αφορά σε «υπερβολικό άγχος και ανησυχία» για ένα πλήθος θεμάτων χωρίς προφανή αιτία. Τα θέματα αυτά μπορεί να σχετίζονται με διάφορα ζητήματα της καθημερινής ζωής, (οικονομικά, επαγγελματικά, υγείας κτλ).
 
Η ποικιλία των ζητημάτων που ανησυχούν τα άτομα είναι ευρεία και τα ζητήματα αυτά δεν είναι πάντα τόσο απειλητικά, ώστε να δικαιολογούν αυτό το βαθμό της ανησυχίας. Επομένως πρόκειται για μία κατάσταση πολύ διαφορετική από την ανησυχία που υπάρχει σαν αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο ψυχοπιεστικό γεγονός.
 
Το άγχος στη ΓΑΔ επίσης συνδέεται με κάποια από τα ακόλουθα συμπτώματα :
  • Νευρικότητα-τρέμουλο
  • Δύσπνοια
  • Εφίδρωση
  • Ναυτία-τάση εμετού
  • Εύκολη κόπωση
  • Δυσκολία συγκέντρωσης ή αίσθημα ότι το μυαλό αδειάζει
  • Ευερεθιστότητα
  • Διαταραχή του ύπνου ( δυσκολία επέλευσης ή διατήρησης του ύπνου, ή ανήσυχος, μη ικανοποιητικός ύπνος)
  • Διαταραχές της όρεξης
Πολλοί ξυπνάνε το πρωί με αισθήματα διάχυτου άγχους και ανησυχίας και τα αισθήματα αυτά συνεχίζονται για όλη τη διάρκεια της ημέρας, έτσι που είναι πολύ δύσκολο να σκεφτούν ή να επικεντρωθούν σε οτιδήποτε άλλο.
 
Επίσης, συχνά τα άτομα που πάσχουν από γενικευμένη αγχώδη διαταραχή μπορεί να εμφανίσουν σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, υπέρταση, προβλήματα του γαστρεντερικού συστήματος, δερματικά προβλήματα κ.α.
 
Η έναρξη της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής είναι σταδιακή, σε αντίθεση με άλλες αγχώδεις διαταραχές όπως οι κρίσεις πανικού, που παρουσιάζονται ξαφνικά.
 
Μεγάλο ποσοστό των ατόμων που πάσχουν από τη διαταραχή αυτή αναφέρουν υψηλά επίπεδα ανησυχίας και άγχους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Είναι μια διαταραχή που είναι δυστυχώς συχνά δύσκολο να αναγνωριστεί και να διαγνωστεί.
 
Τα άτομα με ΓΑΔ αισθάνονται ότι είναι δύσκολο να ελέγξουν την ανησυχία τους αυτή, η οποία προκαλεί σημαντική ενόχληση και επηρεάζει αρνητικά σε σημαντικό βαθμό τη ζωή τους και τις σχέσεις τους. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, καθώς η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τα άτομα αυτά να αντιμετωπίσουν την υπερβολική ανησυχία τους και να ξαναβρούν τη χαμένη τους ισορροπία.

Τι είναι η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία; Αν θεωρήσουμε ότι μιλάμε για αντίσταση όταν ο ασθενής δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο ρόλο που καθορίζεται από το θεραπευτή, κατανοούμε ότι εφόσον τα διάφορα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα δίνουν έμφαση σε διαφορετικά πράγματα, αυτό που για ένα μοντέλο μπορεί να θεωρείται αντίσταση, σε ένα άλλο μοντέλο ίσως είναι το ζητούμενο και αντίστροφα.

H ιδέα ότι οι ασθενείς ίσως να αντιστέκονται στην αλλαγή αποτελεί κεντρικό θέμα στην ψυχοθεραπεία για περισσότερο από έναν αιώνα.

Τι είναι όμως η αντίσταση; Αν θεωρήσουμε ότι μιλάμε για αντίσταση όταν ο ασθενής δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο ρόλο που καθορίζεται από το θεραπευτή, κατανοούμε ότι εφόσον τα διάφορα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα δίνουν έμφαση σε διαφορετικά πράγματα, αυτό που για ένα μοντέλο μπορεί να θεωρείται αντίσταση, σε ένα άλλο μοντέλο ίσως είναι το ζητούμενο και αντίστροφα.
 
Υπάρχουν βέβαια συγκεκριμένες συμπεριφορές, οι οποίες ασχέτως ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης θεωρούνται αντίσταση. Για παράδειγμα η μη προσέλευση στη θεραπεία, η αργοπορία, η μη πληρωμή της θεραπείας, η υποτίμηση του θεραπευτή ή της θεραπείας κτλ., θεωρούνται κατά κοινή ομολογία αντίσταση στη θεραπεία. Υπάρχουν όμως και αρκετές διαφορές ανάμεσα στα μοντέλα.
 
Πιο συγκεκριμένα, στη γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία η αντίσταση μπορεί να πάρει τη μορφή μη εκτέλεσης της εργασίας για το σπίτι, της συχνής αλλαγής του θέματος, της άρνησης του θεραπευόμενου να απαντήσει σε ερωτήσεις κ.α. Ενώ στην ψυχοδυναμική θεραπεία η αντίσταση μπορεί να πάρει τη μορφή αποκοπής από το συναίσθημα, της μη ανάκλησης σημαντικών γεγονότων, της εξιδανίκευσης ή υποτίμησης του θεραπευτή ή της εκδραμάτισης μεταξύ των συνεδριών,στη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία η αντίσταση έχει να κάνει περισσότερο με την έλλειψη συμμόρφωσης του θεραπευόμενου στο συνεργατικό ρόλο μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου για την επίλυση από κοινού των προβλημάτων του θεραπευόμενου.
 
Ενώ κάποιοι ψυχαναλυτές ίσως θεωρούσαν μια γρήγορη βελτίωση του ασθενούς ως αντίσταση να ασχοληθεί με υποκείμενες νευρωσικές συγκρούσεις, είναι μάλλον σπάνιο για ένα γνωσιακό θεραπευτή να θεωρήσει τη γρήγορη βελτίωση ως αντίσταση, εφόσον ο θεραπευόμενος συνεχίζει τη θεραπεία. Ως αντίσταση θα θεωρηθεί από το γνωσιακό θεραπευτή αν συνοδευτεί από διακοπή της θεραπείας, ως αποφυγή της ενασχόλησης με τα υποκείμενα γνωστικά «σχήματα». Υπάρχει ας πούμε στη γνωσιακή μια διάκριση μεταξύ του «αισθάνομαι καλύτερα» και του «γίνομαι καλυτερα».

Η ημιτέλεια στη θεραπεία θεωρείται γενικά ως μια ένδειξη αντίστασης. Η θεραπεία θεωρείται ημιτελής αν δεν έχει ασχοληθεί με τα υποκείμενα τρωτά σημεία του θεραπευόμενου και αυτό αποτελεί σημείο σύγκλισης των μοντέλων. Ίσως ο ψυχαναλυτικός θεραπευτής βλέπει τα τρωτά σημεία ως πιο περίπλοκα και δύσκολα στη θεραπευτική προσέγγιση. Αντίθετα ο γνωσιακός θεραπευτής θεωρεί ότι αυτά μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν με όρους δυσπροσαρμοστικών σχημάτων και σεναρίων και γι’αυτό δίνεται έμφαση στην απόκτηση δεξιοτήτων αυτοβοήθειας.
 
Στη γνωσιακή θεραπεία ο θεραπεύομενος μπορεί έτσι να φύγει πρόωρα από τη θεραπεία εξαιτίας μιας ψευδαίσθησης λειτουργικότητας, δηλαδη ο ασθενής να φαίνεται ότι αισθάνεται και λειτουργεί καλύτερα, ωστόσο τα υποκείμενα τρωτά σημεία μπορεί να μην έχουν αντιμετωπιστεί ακόμα. Στην ψυχαναλυτική θεραπεία πάλι ο ασθενής και ο θεραπευτής μπορεί να μη συμφωνήσουν ως προς τα κριτήρια ολοκλήρωσης της θεραπείας, αφού οι θεραπευτικοί στόχοι δεν είναι τόσο σαφείς.
 
Κλείνοντας, η αντίσταση είναι έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχοθεραπεία και αυτό θα συνεχίσει να είναι έτσι για όσο οι άνθρωποι θα αισθάνονται φόβο και δέος απέναντι στην αυτογνωσία και την αλλαγή. Η αντίσταση αποτελεί πρόκληση για όλους τους θεραπευτές και η εμβάθυνση σ’αυτό το θέμα είναι κάτι πολύ σημαντικό για κάθε θεραπευτή που επιθυμεί να έχει καλά θεραπευτικά αποτελέσματα.

Η μετατραυματική διαταραχή χαρακτηρίζεται από την ανεπιθύμητη αναβίωση πτυχών της τραυματικής εμπειρίας. Πρόκειται για εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, σωματικές αισθήσεις οι οποίες προκαλούν ανάλογες συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις με αυτές που το άτομο είχε κατά τη διάρκεια της τραυματικής εμπειρίας.

Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία του τραύματος βασίζεται στο μεγαλύτερο βαθμό της στην αναβίωση και επεξεργασία της τραυματικής εμπειρίας. Οι σχετικές τεχνικές της γνωσιακής θεραπείας βασίζονται σε γνώσεις της γνωστικής ψυχολογίας για το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη μνήμη.
 
Αναλυτικότερα, οι προσωπικές εμπειρίες των ανθρώπων αποθηκεύονται υπό φυσιολογικές συνθήκες με τέτοιο τρόπο στη μνήμη, ώστε το άτομο δεν επαναβιώνει το γεγονός όταν το θυμηθεί. Για παράδειγμα, αν κάποιος σκεφτεί τα τελευταία του γενέθλια, μπορεί να θυμηθεί πώς αισθάνθηκε ή τι έκανε εκείνη τη μέρα αλλά δεν επαναβιώνει τα συναισθήματα στην ίδια ένταση ούτε ακούει ή βλέπει τι συνέβη εκείνη τη μέρα. Η εμπειρία αυτή, με άλλα λόγια, έχει αποθηκευτεί στον εγκέφαλο σε επεξεργασμένη μορφή και έχει καταχωρηθεί μαζί με παρόμοιες αναμνήσεις άλλων γενεθλίων ή με άλλες αναμνήσεις που σχετίζονται με τα άτομα αυτά κτλ.
 
Ένα τραυματικό γεγονός είναι όμως τόσο έντονο, συγκλονιστικό, απρόσμενο και διαφορετικό από αυτά που έχει ζήσει το άτομο μέχρι τότε, ώστε το άτομο δεν είναι σε θέση εκείνη τη στιγμή να το επεξεργαστεί. Αποθηκεύεται άρα στον εγκέφαλο μη επεξεργασμένο και ως εκ τούτου ανακαλείται και μη επεξεργασμένο. Αυτός είναι και ο λόγος που βιώνεται σαν να συνέβαινε εκείνη τη στιγμή.
 
Αυτό έχει επίσης δυστυχώς σαν συνέπεια το να ανακαλείται πιο εύκολα. Έτσι εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό τα συμπτώματα της μεταταραυματικής διαταραχής που συνεχώς επανέρχονται (Flashbacks, εφιάλτες κτλ) και γι’ αυτό είναι σημαντικό στη θεραπεία να γίνει μία εκ νέου επεξεργασία του τραύματος, μια επεξεργασία που θα οδηγήσει στην υποχώρηση αυτών των συμπτωμάτων και στο «κλείσιμο» αυτού του κεφαλαίου.
 
Η επεξεργασία του τραύματος στη θεραπεία προϋποθέτει βέβαια ότι ο θεραπευόμενος θα μπορέσει να την αντέξει ψυχικά. Γι’αυτό είναι σημαντική η σταθεροποίηση του ασθενούς σε αρχικά στάδια της θεραπείας, ειδικά όταν υπάρχουν παράλληλα και άλλες διαγνώσεις. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντική η δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος και το χτίσιμο μιας πολύ καλής θεραπευτικής σχέσης με εμπιστοσύνη.
 
Σε μια άλλη φάση της θεραπείας - και εκτός από την επεξεργασία του τραύματος- η γνωσιακή θεραπεία μπορεί να επικεντρωθεί στο πώς η τραυματική εμπειρία επηρεάζει αρνητικά τις απόψεις του ατόμου για τη ζωή, τον κόσμο και τον εαυτό του. Επίσης, το άτομο συνήθως σε μια προσπάθειά του να ελέγξει τα συμπτώματα του τραύματος υιοθετεί συμπεριφορές (όπως είναι η αποφυγή καταστάσεων) που προκαλούν δυσλειτουργία.
 
Αυτό είναι άλλο ένα θέμα που μπορεί να δουλευτεί στη θεραπεία, ώστε το άτομο να γίνει πάλι λειτουργικό και να μπορεί να ενταχθεί σε μια φυσιολογική καθημερινότητα. Τέλος η επεξεργασία συναισθημάτων ντροπής, ενοχής κτλ που συνδέονται με την τραυματική εμπειρία και μπορεί να βασανίζουν το άτομο αποτελεί βασικό κομμάτι της θεραπείας.

 

Η ψυχοθεραπεία παρέχει ανεκτίμητα οφέλη. Επειδή όμως η θεραπευτική αντιμετώπιση του τραύματος μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη, η έγκαιρη αναζήτηση βοήθειας καθίσταται αρκετά σημαντική.

Ο θυμός αποτελεί ένα συναίσθημα και ταυτόχρονα ένα σημάδι πως κάτι δεν πάει καλά. Έχει λόγο ύπαρξης και αξίζει την προσοχή μας.

Ο θυμός είναι μια συχνή αντίδραση όταν αισθανόμαστε ότι απειλείται το αίσθημα δικαίου μέσα μας και η αυτοαξία μας. Αναλυτικότερα, πολλές καταστάσεις μπορούν να προκαλέσουν θυμό: το έντονο στρες, η ματαίωση, όταν πιστεύουμε ότι οι άλλοι μας απειλούν, μας κάνουν κακό, μας εκμεταλλεύονται, μας παραμελούν, όταν ζηλεύουμε, όταν θίγονται τα δικαιώματά μας κ.α. Ο θυμός μπορεί να κατευθύνεται προς τους άλλους ανθρώπους ή προς τον ίδιο μας τον εαυτό.

Πολλοί από μας, και ιδιαίτερα γυναίκες, έχουμε διδαχτεί ότι η έκφραση αρνητικών συναισθημάτων όπως ο θυμός είναι μη αποδεκτή. Έτσι, η έκφραση των συναισθημάτων αυτών γίνεται συνήθως αρκετά δύσκολα. Πολλοί άνθρωποι που έχουν δυσκολία να εκφράσουν το θυμό τους συχνά πιστεύουν όχι μόνο ότι είναι «λάθος» να εκφράσουν ανοικτά το θυμό τους, αλλά ότι είναι εξίσου «λάθος» να έχουν αυτό το συναίσθημα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι τα άτομα αυτά δε θα θυμώσουν, αλλά απλά ότι δε θα παραδεχτούν το θυμό τους και ότι μπορεί να έχουν ενοχές γι’αυτό. Ο θυμός όμως δεν παύει έτσι απλά να υπάρχει. Μέχρι να εκτονωθεί με κάποιο τρόπο, υπάρχει πολύ λίγος χώρος για θετικά συναισθήματα. Πολύ συχνά μία τέτοια δυσκολία στην έκφραση του θυμού μπορεί να οδηγήσει σε μια παθητικο-επιθετική συμπεριφορά,δηλαδή σε μια έμμεση έκφρασή του.
 
Άλλοι πάλι άνθρωποι θυμώνουν για πράγματα όχι και τόσο σημαντικά και με μεγάλη συχνότητα, δεν κατορθώνουν να ελέγξουν το βαθμό του θυμού τους και έχουν εκρήξεις οργής. Ο έντονος θυμός μπορεί να οδηγήσει σε λεκτική αλλά και σωματική επιθετικότητα. Όταν ο έντονος θυμός στρέφεται ενάντια στον εαυτό μας, τότε συνδέεται με καταχρήσεις, αυτοτραυματισμούς, ακόμη και κατάθλιψη.
 
Συμπερασματικά, έχουμε όλοι δικαίωμα σε όλα όσα αισθανόμαστε και σίγουρα ο θυμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Το θέμα δεν είναι να αποφεύγουμε τα θέματα που μας προκαλούν θυμό, αλλά τις ακραίες αντιδράσεις για τις οποίες αργότερα μετανιώνουμε.
 
Οι άνθρωποι που δεν εκφράζουν το θυμό τους είναι καλό να τον «απενοχοποιήσουν» και να μάθουν να τον εκφράζουν περισσότερο. Από την άλλη, οι άνθρωποι που έχουν πολύ συχνά ξεσπάσματα θυμού θα πρέπει να εξετάσουν και να αμφισβητήσουν τις σκέψεις που κάνουν πάνω στις καταστάσεις που τους θυμώνουν. Ενδέχεται αυτές οι σκέψεις να μην είναι πάντα ρεαλιστικές.
 
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να απαλλαγούν τόσο από την καταπίεση των συναισθημάτων θυμού όσο και από τους αναποτελεσματικούς τρόπους έκφρασής του, να βελτιώσουν τις σχέσεις και την ποιότητα ζωής τους.

Το άτομο με κοινωνική φοβία, φοβάται ότι θα ενεργήσει με ένα τρόπο (ή θα δείξει συμπτώματα άγχους) που θα το ταπεινώσει ή θα το φέρει σε αμηχανία....

Η κοινωνική φοβία αποτελεί μια συχνή αγχώδη διαταραχή. Εμφανίζεται δύο φορές συχνότερα στις γυναίκες απ’ ότι στους άντρες και συχνά πρωτοεμφανίζεται στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία.
 
Η κοινωνική φοβία, σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια DSM-IV της American Psychiatric Association, αφορά σε «έκδηλο και επίμονο φόβο του ατόμου μιας ή περισσότερων καταστάσεων, οι οποίες είναι είτε κοινωνικές είτε απαιτείται να ενεργήσει μπροστά σε κοινό και στις οποίες εκτίθεται σε άγνωστους ανθρώπους… Το άτομο φοβάται ότι θα ενεργήσει με ένα τρόπο (ή θα δείξει συμπτώματα άγχους) που θα το ταπεινώσει ή θα το φέρει σε αμηχανία».
 
Το άτομο που πάσχει από κοινωνική φοβία αντιλαμβάνεται συνήθως ότι ο φόβος του είναι υπερβολικός. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να τον ελέγξει. Το άγχος του μπορεί να αφορά συγκεκριμένες καταστάσεις (π.χ. να μιλήσει ή να φάει μπροστά σε κόσμο) ή το άτομο μπορεί να αγχώνεται για τις περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις. Τις καταστάσεις αυτές είτε τις αποφεύγει είτε τις υπομένει (με έντονο άγχος). Το άγχος αυτό μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την εργασία, το σχολείο ή άλλες συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες
 
Το έντονο άγχος που βιώνει το άτομο επίσης συχνά συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα, όπως εφίδρωση, τρέμουλο, κοκκίνισμα, τάση για εμετό κτλ. Το άτομο, μόλις αντιλαμβάνεται τα συμπτώματα αυτά, αγχώνεται ακόμα περισσότερο γιατί δεν επιθυμεί τα συμπτώματα αυτά να γίνουν αντιληπτά από τους άλλους. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια τα συμπτώματα αυτά να γίνουν πιο έντονα. Έτσι το άτομο παγιδεύεται σε μια σειρά από φαύλους κύκλους.
 
Πρόκειται με άλλα λόγια για κάτι διαφορετικό και βαθύτερο από μια απλή συστολή ή από την ντροπαλότητα για τη οποία συχνά μιλάμε στην καθημερινή ζωή. Ένα ντροπαλό άτομο μπορεί να μη νιώθει άνετα μπροστά σε πολύ κόσμο αλλά δεν βιώνει το έντονο άγχος και ανάλογα σωματικά συμπτώματα που βιώνει ένα άτομο που υποφέρει από κοινωνική φοβία σε μια ανάλογη περίσταση.
 
Επιπλέον, ένα ντροπαλό άτομο δεν αποφεύγει μια κοινωνική κατάσταση στην οποία θα αισθάνεται το επίκεντρο της προσοχής, ενώ αντίθετα το άτομο με κοινωνική φοβία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα το κάνει.
 
Η κοινωνική φοβία μπορεί να αντιμετωπιστεί τόσο με φαρμακοθεραπεία (αγχολυτικά-αντικαταθλιπτικά φάρμακα) όσο και με ψυχοθεραπεία. Υπάρχουν πολλές μορφές ψυχοθεραπείας (ψυχοδυναμική, συστημική κτλ). Μία από αυτές είναι και η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, η οποία έχει αποδειχτεί πολύ αποτελεσματική στη θεραπεία της κοινωνικής φοβίας. Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία αποτελεί μία βραχυπρόθεσμη μορφή θεραπείας, η οποία μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
 
Η ΓΣΘ βοηθάει αρχικά το άτομο να ξεφύγει από τους φαύλους κύκλους στους οποίους έχει εγκλωβιστεί. Με τη βοήθεια γνωσιακών τεχνικών το άτομο τροποποιεί τον «λανθασμένο τρόπο» με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις αυτές. Επίσης με τη βοήθεια συμπεριφορικών τεχνικών, το άτομο σταδιακά εκτίθεται στις καταστάσεις που φοβάται, μαθαίνοντας να τις αντιμετωπίζει διαφορετικά και να διαχειρίζεται καλύτερα το άγχος του. Επίσης μέσα στα πλαίσια της θεραπείας το άτομο ανακαλύπτει από πού προέρχεται το κοινωνικό άγχος και σταδιακά ενισχύει την αυτοεκτίμησή του.

Υπάρχει διαφορά μεταξύ λύπης και κατάθλιψης; Πολλοί άνθρωποι μπερδεύονται και αυτό το άρθρο αποσαφηνίζει το συναίσθημα από τη διαταραχή.

Η λύπη είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που δημιουργείται από μία πραγματική, μη διαστρεβλωμένη αντίληψη ενός αρνητικού γεγονότος. Αφορά μία διακύμανση του συναισθήματος και συνεπώς έχει κάποιο χρονικό όριο.Για παράδειγμα, όταν χάνουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή απολυόμαστε από τη δουλειά που μας άρεσε, η λύπη είναι μια φυσιολογική και υγιής αντίδραση. Η λύπη αυτή κανονικά υποχωρεί με την πάροδο του χρόνου.

Υπάρχει όμως περίπτωση το άτομο να μην μπορεί να βγει από αυτήν και η λύπη να μετατραπεί σε κατάθλιψη. Η κατάθλιψη λοιπόν διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης συχνά έχει την τάση να επαναλαμβάνεται στη ζωή του ατόμου και δεν υπάρχει πάντα μια εμφανής αιτία/αφορμή. Η κατάθλιψη βασίζεται σε σκέψεις διαστρεβλωμένες και δυσλειτουργικές και επηρεάζει την αυτοεκτίμηση του ατόμου.
 
Είναι δύσκολο να δοθεί ένας ορισμός για την κατάθλιψη, γιατί καλύπτει ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων, από ήπιες μέχρι πολύ σοβαρές. Τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Βασικά συμπτώματα αποτελούν η θλίψη, η απαισιοδοξία για το μέλλον, οι ιδέες αναξιότητας και οι ενοχές.
 
Άλλα συμπτώματα αφορούν γνωστικές αλλαγές (επιδράσεις στη μνήμη, μειωμένη ικανότητα σκέψης και δυσκολίες στην συγκέντρωση), συμπτώματα σχετικά με οργανικές αλλαγές και ενοχλήσεις (απώλεια ενέργειας, αδυναμία να βιώσει κανείς ευχαρίστηση, απώλεια όρεξης, διαταραχές ύπνου, μείωση σεξουαλικού ενδιαφέροντος) και συμπτώματα συμπεριφοράς (καταθλιπτικό προσωπείο και στάση σώματος, αργή ομιλία, κλάμα, απόπειρες αυτοκτονίας).
 
Η κατάθλιψη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, επηρεάζει σήμερα πάνω από 300 εκατομμύρια ανθρώπους σ’όλο τον κόσμο. Είναι η πρώτη ασθένεια παγκοσμίως που οδηγεί σε απώλεια ζωής, αναπηρία και κοινωνική δυσλειτουργία, ξεπερνώντας τα καρδιοαγγειακά νοσήματα που είχαν την πρώτη θέση πριν κάποια χρόνια. Πλήττει ιδιαίτερα τις ηλικίες 15-44 ετών. Επίσης επιδημιολογικές έρευνες δείχνουν ότι οι γυναίκες έχουν διπλάσιες περίπου πιθανότητες απ’ ότι οι άντρες να βιώσουν κατάθλιψη κάποια στιγμή στη ζωή τους.
 
Δεν είναι ακριβώς γνωστό τι προκαλεί την κατάθλιψη. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι πρόκειται για πολλούς παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, όπως βιολογικές διαφορές στον εγκέφαλο, ορμονικές αλλαγές, κληρονομική προδιάθεση, τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας, στρεσογόνα γεγονότα ζωής κ.α.
 
Ένα άτομο που πάσχει από κατάθλιψη είναι απαραίτητο να απευθυνθεί σε ειδικό. Οι εξελίξεις στο χώρο της ψυχοφαρμακολογίας και της ψυχοθεραπείας έχουν συμβάλει σε πολύ σημαντικά ποσοστά θεραπευτικής επιτυχίας. Σύμφωνα με έρευνες η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία βρέθηκε το ίδιο αποτελεσματική με τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα στην οξεία φάση της κατάθλιψης. Μπορεί να βοηθήσει το πάσχον άτομο σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να γίνει πάλι λειτουργικό κερδίζοντας πίσω τη ζωή του.

Γιατί ένα άτομο ζηλεύει; Είναι η ζήλεια έρωτας; Πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τον έρωτα και την αγάπη από την παθολογική δυσπιστία απέναντι στο σύντροφό μας;

Η ζήλεια είναι νοσηρή, όταν η συμπεριφορά μας είναι δυσανάλογη με τις υπάρχουσες συνθήκες, μας αποτρέπει από το να μπορέσουμε να ευχαριστηθούμε τη σχέση μας και από το να έχουμε μια ισορροπημένη σχέση με το σύντροφό μας.

O βασικότερος παράγοντας που συνδέεται με την εμφάνιση ζήλειας είναι οι «απόψεις» που έχει το άτομο σχετικά με τους άλλους ανθρώπους. Κατά πόσο δηλαδή έχει «μάθει» από μικρή ηλικία, από το πρώιμο οικογενειακό του περιβάλλον, ότι μπορεί να εμπιστεύεται τους άλλους ανθρώπους, ή  αντιθέτως έχει μέσα του δυσπιστία για τα κίνητρά τους.
 
Έτσι αν ένας άνθρωπος έχει μάθει μέσα από «τραυματικές» εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ότι για να «προστατευτεί» και για να μην πληγωθεί σε μια σχέση του πρέπει να είναι σε «επιφυλακή», είναι φυσικό επακόλουθο να εμφανίσει στις μετέπειτα σχέσεις του συναισθήματα ζήλειας. Ανάλογα δηλαδή από το πόσο θετικές ή αρνητικές ήταν αυτές οι πρώιμες εμπειρίες, το άτομο γίνεται λιγότερο ή περισσότερο ευάλωτο στο συναίσθημα της ζήλειας.
 
Η ζήλεια συνδέεται κατά βάθος με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η αυτοεκτίμηση μας στηρίζεται συχνά δυστυχώς σε λάθος πράγματα. Στο κατά πόσο έχουμε υλικά αγαθά, κατά πόσο είμαστε επιτυχημένοι στη δουλειά μας, στο αν είμαστε όμορφοι... Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να στηρίξουμε την αυτοεκτίμησή μας και στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, και ειδικότερα στη σχέση μας με το σύντροφό μας. Δηλαδή το αν έχουμε σχέση ή όχι ή το κατά πόσο θεωρούμε ότι αγαπιόμαστε από το σύντροφό μας ή όχι λειτουργούν ως κριτήρια για την αξία μας (σαν ανθρώπου ή σαν άντρα/γυναίκας). Η ύπαρξη της σχέσης αποκτά έτσι πολύ μεγάλη βαρύτητα, πυροδοτεί συναισθήματα ζήλειας και μπορεί να οδηγήσει σε μια «εξάρτηση» από το σύντροφο.

Η πραγματική αυτοεκτίμηση στηρίζεται όμως στην προσωπική μας αίσθηση αυτοσεβασμού, η οποία δεν μπορεί να στηριχτεί στην εμφάνιση, το ταλέντο, την επαγγελματική επιτυχία ή το κατά πόσο μια σχέση μας πήγε έτσι όπως φανταζόμασταν ή όχι. Είτε η σχέση υφίσταται είτε όχι, η αξία μας παραμένει η ίδια.
 
Επίσης, αν είμαστε ένας άνθρωπος με αυξημένη ανάγκη για προσοχή και θαυμασμό από το σύντροφό μας μέσα στη σχέση, είναι λογικό ότι θα αναπτύξουμε γρήγορα συναισθήματα ζήλειας, καθώς η επαφή του συντρόφου με τους άλλους ανθρώπους και η «ανεξαρτησία» του μέσα στη σχέση εκλαμβάνονται ως έλλειψη προσοχής και εκτίμησης απέναντι στο πρόσωπό μας.
 
Τέλος, τραυματικά γεγονότα της ενήλικης ζωής που μας έκαναν να αισθανθούμε απόρριψη, προδοσία ή εγκατάλειψη μπορεί να ενισχύουν την ήδη προυπάρχουσα ευαλωτότητά μας ως προς τα συναισθήματα ζήλειας.
 
Το χτίσιμο της εμπιστοσύνης στις σχέσεις μας σίγουρα δεν έιναι εύκολη υπόθεση. Αποτελεί όμως βασική προϋπόθεση για να μπορέσουμε να έχουμε υγιείς και ισορροπημένες σχέσεις. Έτσι, κάνοντας την αυτοκριτική μας, αν διαπιστώσουμε ότι έχουμε τέτοιου είδους δυσκολίες, καλό θα ήταν να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό, με τη βοήθεια του οποίου θα μπορέσουμε  να δούμε τις σχέσεις μας και τη ζωή μας  υπό άλλο πρίσμα.

Ας «αντέξουμε» τις δυσκολίες των παιδιών για να τα καταστήσουμε υγιείς ενήλικες.

Όταν το παιδί αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα: με τους συμμαθητές, το φίλο, το δάσκαλό του, τα μαθήματά του κτλ, ποια είναι η συνηθέστερη αντίδρασή σας; Έχετε την τάση να «αναλάβετε» εσείς το πρόβλημα για το παιδί; Θέλετε να απαλλάξετε το παιδί από τη στενοχώρια του όσο το δυνατόν γρηγορότερα; Επιθυμείτε το παιδί να συμπεριφερθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο που θεωρείτε εσείς καλύτερο και το συμβουλεύετε προς αυτή την κατεύθυνση;
 
Το να δίνουμε λύσεις- συμβουλές σε ένα παιδί, να κάνουμε κήρυγμα και να επιχειρηματολογούμε, να καθοδηγούμε και να κριτικάρουμε είναι πολύ συνηθισμένες αντιδράσεις όλων μας απέναντι στα παιδιά. Δεν έχουμε όμως αναλογιστεί ποιες είναι οι αρνητικές συνέπειες αυτών των συμπεριφορών πάνω στο παιδί. Σίγουρα οι συμπεριφορές αυτές προκύπτουν από τις καλές προθέσεις μας το παιδί να κάνει αυτό που θεωρούμε καλύτερο γι’αυτό.
 
Είμαστε όμως σίγουροι ότι αυτό που θεωρούμε εμείς καλύτερο για το παιδί είναι όντως και το καλύτερο για το ίδιο; Αν στόχος μας είναι να μεγαλώσουμε ένα ώριμο και υπεύθυνο άτομο, τότε το παιδί δε θα έπρεπε να μάθει να λύνει τα προβλήματά του μόνο του;
 
Όλες μας οι συμπεριφορές με τις οποίες παρεμβαίνουμε στη ζωή του παιδιού έχουν σαν συνέπεια να επικοινωνούν στο παιδί το μήνυμα ότι δεν εμπιστευόμαστε την κρίση και τις ικανότητές του να επιλύσει τα προβλήματά του μόνο του. Το παιδί αισθάνεται ότι δεν το αποδεχόμαστε και δεν πιστεύουμε σε αυτό και αναπτύσσει αισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης.
 
Αντίθετα, το παιδί που έχει την ελευθερία να δοκιμάσει μόνο του, να κάνει λάθη, να μάθει από αυτά, θα αναπτύξει μεγαλύτερη πίστη στον εαυτό του και υπευθυνότητα. Σαν ενήλικος, θα μπορεί να διαχειρίζεται ευκολότερα τις δυσκολίες της ζωής γιατί έτσι έμαθε από μικρή ηλικία. Το παιδί όμως που μεγάλωσε σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, σε ένα περιβάλλον όπου οι άλλοι το καθοδηγούσαν ή έλυναν πάντα τα προβλήματά του αντί γι’ αυτό, θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στη ζωή των ενηλίκων.
 
Επιπρόσθετα, η μεγάλη παρεμβατικότητα στη  ζωή των παιδιών μπορεί να έχει πολύ άσχημες συνέπειες και στη μεταξύ μας σχέση, καθώς τα παιδιά συνήθως αντιδρούν σε τέτοιες συμπεριφορές. Αυτό μπορεί να έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την απομάκρυνση των παιδιών από εμάς, τα οποία στο μέλλον δε θα μοιράζονται τα προβλήματά τους μαζί μας.
 
Συμπερασματικά, καλό θα ήταν να μάθουμε να «αντέχουμε» τις δυσκολίες των παιδιών και τα αρνητικά τους συναισθήματα και να αποτρέπουμε τον εαυτό μας από το να παρεμβαίνουμε στη ζωή τους με στόχο να τα απαλλάσσουμε από αυτά. Το μόνο που χρειάζεται ένα παιδί σε μια τέτοια περίπτωση είναι η καλή μας διάθεση να είμαστε εκεί γι’ αυτό για να ακούσουμε το πρόβλημά του.
 
Μία τέτοια στάση αρκεί. Επικοινωνεί στο παιδί αποδοχή, εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και συμβάλλει σε μια καλύτερη σχέση μαζί του, χωρίς συγκρούσεις. Το παιδί έτσι τελικά μπορεί να γίνει ανεξάρτητο, υπεύθυνο και με μεγαλύτερη πίστη στον εαυτό του.

 

 

Απαιτείται ιδιαίτερο θάρρος να ξεπεράσει κανείς τους «μύθους» και να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Τότε θα έχει κάνει το πρώτο βήμα για μία καλύτερη ζωή.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερος κόσμος απευθύνεται σε ψυχοθεραπευτές. Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα, συνεχίζουν να υπάρχουν κάποιοι μύθοι γύρω από την ψυχοθεραπεία και το πρόσωπο του ψυχολόγου, οι οποίοι συχνά μας αποτρέπουν από το να ζητήσουμε βοήθεια για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε.

1. Κάποιος πρέπει να έχει σοβαρά ψυχικά προβλήματα για να απευθυνθεί σε κάποιο ειδικό
Ένας μύθος γύρω από την ψυχοθεραπεία αφορά στο ότι γενικά θεωρείται ότι κάποιος πρέπει να έχει σοβαρά ψυχικά προβλήματα για να απευθυνθεί σε κάποιο ειδικό. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιος μπορεί να αποφασίσει να ξεκινήσει θεραπεία. Η θεραπεία έχει να κάνει με την αλλαγή.
 
Όταν κάποιο χαρακτηριστικό μας ή συμπεριφορά μας μας προβληματίζει και /ή μας δημιουργεί κάποια προβλήματα, τότε μπορούμε να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό για να μας βοηθήσει να αλλάξουμε κάτι πάνω σε αυτό, καθώς το να πετύχουμε την αλλαγή μόνοι μας δεν είναι εύκολο.
 
Η θεραπεία έχει να κάνει με τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας και το να θέλουμε να αλλάξουμε πράγματα που δεν έχουν αποδειχθεί μέχρι τώρα βοηθητικά στη ζωή μας είναι υγιές και επιθυμητό. Είναι κρίμα να μην το κάνουμε, επειδή φοβόμαστε ότι κάποιοι μπορεί να μας χαρακτηρίσουν «άρρωστους» αν απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό.
 
2. Μόνοι μας μπορούμε καλύτερα να λύσουμε τα προβλήματά μας
Άλλος ένας μύθος που υπάρχει γύρω από τη θεραπεία είναι ότι εμείς μόνοι μας μπορούμε καλύτερα να λύσουμε τα προβλήματά μας. Αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο μπορεί να μας βοηθήσει κάποιος «ξένος» αφού εμείς οι ίδιοι τα γνωρίζουμε καλύτερα. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να γνωρίζουμε πολύ καλά αυτά που μας δυσκολεύουν, δεν είναι όμως πάντα εύκολο να βρούμε λύσεις σ’ αυτά.

Όταν λοιπόν τα προβλήματά μας επιμένουν ή επανέρχονται  ή ο χρόνος περνάει και εμείς δεν αισθανόμαστε καλύτερα, τότε είναι καλύτερο να απευθυνθούμε σε κάποιο ειδικό. Η άρνηση ενός προβλήματος δεν ακυρώνει την ύπαρξή του και τις άσχημες συνέπειές του πάνω μας. Είναι και πάλι λοιπόν πιο υγιές να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα και να αναζητήσουμε τη βοήθεια κάποιου, από το να αφήνουμε τον «εγωισμό» μας να «σαμποτάρει» την επιθυμία μας να εξελιχτούμε.

3. Παρανοήσεις γύρω από το πρόσωπο και το ρόλο του θεραπευτή στη θεραπεία
Τέλος, υπάρχουν πολλές παρανοήσεις γύρω από το πρόσωπο και το ρόλο του θεραπευτή στη θεραπεία. Στη δημιουργία τους έχει συμβάλλει ανάμεσα στα άλλα και ο χώρος του κινηματογράφου, μιας και πολλές ταινίες παρουσιάζουν την ψυχοθεραπεία με διαστρεβλωμένο τρόπο. Έτσι συχνά έχουμε την εικόνα ενός ανέκφραστου μυστηριώδους θεραπευτή που δε μιλάει καθόλου και αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο ένας τέτοιος θεραπευτής θα μπορούσε να μας βοηθήσει.
 
Η αλήθεια είναι ότι ο ρόλος του θεραπευτή μπορεί να διαφέρει αρκετά, ανάλογα με το είδος της ψυχοθεραπείας και την εκπαίδευση που αυτός έχει. Σε κάποια είδη θεραπείας (ψυχοδυναμικού τύπου) ο θεραπευτής είναι πράγματι πιο παθητικός απ’ ότι είναι  σε άλλου τύπου θεραπείες (π.χ. γνωσιακού τύπου), όπου συμμετέχει ενεργά στη συνεδρία.
 
Ακόμα όμως κι όταν έχει ένα πιο παθητικό ρόλο, ο θεραπευτής αυτός μπορεί να κατανοήσει τα προβλήματά μας και υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που έχει αυτό το ρόλο (π.χ. την ανάδυση βαθύτερων θεμάτων του ψυχισμού). Μπορεί και είναι εκεί για να μας βοηθήσει στις δυσκολίες μας.
 
Το να βάλουμε στην άκρη το φόβο μας απέναντι σε μια ενδεχόμενη αλλαγή, το να αναγνωρίσουμε τα προβλήματά μας και το γεγονός ότι εμείς μόνοι μας δεν μπορούμε να βρούμε λύση σε αυτά και να παραμερίσουμε τον εγωισμό μας ζητώντας βοήθεια- όλα αυτά απαιτούν ιδιαίτερο θάρρος.
 
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι όλα τα παραπάνω–παρότι δύσκολα-είναι παράλληλα η προϋπόθεση για την έναρξη μιας θεραπείας που θα οδηγήσει στην προσωπική μας εξέλιξη και σε μια καλύτερη ζωή. Αν είμαστε σε θέση να το δούμε αυτό, τότε πιθανότατα αυτοί οι μύθοι γύρω από τη θεραπεία δε θα σταθούν εμπόδιο στο να κάνουμε το βήμα.

Συνειδητοί και ασυνείδητοι παράγοντες που συνδέονται με βιώματα της παιδικής ηλικίας, επηρεάζουν την επιλογή της σχέσης μας.

Συνήθως όταν ρωτάμε κάποιον γιατί επέλεξε τον σύντροφό του παίρνουμε απαντήσεις που έχουν να κάνουν με την εξυπνάδα, το χιούμορ, την εμφάνιση κτλ. Με άλλα λόγια η επιλογή ενός συντρόφου συνδέεται συνειδητά με κάποια χαρακτηριστικά του άλλου που μας ελκύουν.

Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν μια τέτοια επιλογή, οι οποίοι δεν είναι συνειδητοί και συνδέονται με βιώματα της παιδικής ηλικίας.
 
Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, θετικά ή αρνητικά, θα επηρεαστούν τις επιλογές μας και τις σχέσεις μας με το άλλο φύλο, αντιστοίχως θετικά ή αρνητικά. Τα βιώματα αυτά αφορούν κυρίως στη σχέση με τους γονείς μας άλλα και με άλλα πρόσωπα που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μας σε εκείνη τη φάση όπως δάσκαλοι ή συνομήλικοι.
 
Κάθε παιδί έχει κάποιες πυρηνικές ανάγκες όπως είναι η ασφαλής πρόσδεση με τους άλλους (δηλ. ανάγκη για ασφάλεια, σταθερότητα, προβλεψιμότητα, φροντίδα και αποδοχή), η αυτονομία και η αίσθηση ταυτότητας, η ελευθερία έκφρασης αναγκών και συναισθημάτων, ο αυθορμητισμός και το παιχνίδι, καθώς και η ύπαρξη ρεαλιστικών ορίων.
 
Τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μπορούν να υποδαυλίσουν τις ανάγκες αυτές. Πιο αναλυτικά, η συναισθηματική απόσταση και ψυχρότητα των γονέων, η κακομεταχείριση και η απόρριψη αλλά και η υπερπροστασία και η ελλιπής οριοθέτηση του παιδιού αποτελούν ακατάλληλες αντιδράσεις που ματαιώνουν τις ανάγκες του παιδιού και τελικά δημιουργούν στο άτομο αρνητικές πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό του και τους άλλους.
 
Αυτές οι πεποιθήσεις θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο το άτομο σκέφτεται, νιώθει, συμπεριφέρεται και σχετίζεται με τους άλλους. Τέτοιες πεποιθήσεις είναι βαθύτερες και σε μεγάλο βαθμό μη συνειδητές. Για παράδειγμα, ένα παιδί ως αποτέλεσμα αυτών των ματαιώσεων μπορεί να έχει την πεποίθηση ότι είναι ελαττωματικό/ανεπιθύμητο/ανάξιο κτλ.
 
Το άτομο στην παιδική ηλικία θα αναπτύξει μία στρατηγική για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα τραυματικά γεγονότα, μία στρατηγική που σε εκείνη την ηλικία αποτελεί υγιή μηχανισμό άμυνας. Στην πορεία όμως της ζωής η στρατηγική αυτή θα παγιδεύσει το άτομο και θα αποδειχθεί δυσλειτουργική γιατί δε θα του επιτρέψει να έρθει σε επαφή με τις ανάγκες του και να τις ικανοποιήσει.

Οι πιθανές δυσλειτουργικές στρατηγικές είναι τρεις: η υπεραναπλήρωση, η αποφυγή και η παράδοση.

Στο παράδειγμα της πεποίθησης «ελαττωματικότητας» που αναφέρθηκε παραπάνω, η στρατηγική υπεραναπλήρωσης θα μπορούσε να αφορά σε επένδυση του ατόμου στην καριέρα και στην επιτυχία, με αποτέλεσμα το άτομο να μην μπορέσει να δημιουργήσει στενές διαπροσωπικές σχέσεις αφού δεν αφιερώνει χρόνο στην προσωπική του ζωή.
 
Το αποτέλεσμα είναι ότι το άτομο έτσι συνεχίζει να πιστεύει ότι είναι ελαττωματικό και δεν καταφέρνει να νιώσει ευτυχισμένο. Επίσης είναι ευάλωτο σε κατάθλιψη, σε περίπτωση που υπάρξει κάποια ματαίωση στην επαγγελματική του ζωή.
 
Η αποφυγή στο ίδιο παράδειγμα με την πεποίθηση ελαττωματικότητας θα ήταν η έλλειψη πρωτοβουλιών και η αποφυγή προκλήσεων στον επαγγελματικό τομέα γιατί το άτομο νιώθει ότι δε θα τα καταφέρει και/ή η αποφυγή του ανοίγματος και του μοιράσματος των σκέψεων και των συναισθημάτων στον προσωπικό τομέα από φόβο απόρριψης των άλλων. Αυτή η στρατηγική έχει και πάλι σαν αποτέλεσμα τη διατήρηση και ενίσχυση της πεποίθησης ελαττωματικότητας.
 
Τέλος η παράδοση στην πεποίθηση ελαττωματικότητας θα σήμαινε ότι το άτομο μπορεί να επιλέγει, χωρίς να το συνειδητοποιεί, συντρόφους που είναι απορριπτικοί και επικριτικοί σαν χαρακτήρες, γεγονός που πάλι ενισχύει την πεποίθηση ελαττωματικότητας.
 
Αν παρατηρούμε ότι κάποια πράγματα στην προσωπική μας ζωή επαναλαμβάνονται, αν θεωρούμε ότι συναντάμε όλο τους λάθος ανθρώπους, αν οι σχέσεις μας είναι δυσαρμονικές ή έχουμε δυσκολία να ξεκινήσουμε μια σχέση γιατί θεωρούμε ότι οι άλλοι δεν είναι αρκετά «καλοί» για μας, τότε καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε μήπως έχουμε κι εμείς οι ίδιοι κάποιο μερίδιο σ’αυτό.
 
Ένας ειδικός ψυχικής υγείας μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τα ασυνείδητα μοτίβα μας και να μας στηρίξει στην προσπάθεια μας να τα «σπάσουμε», με στόχο την εκπλήρωση των επιθυμιών μας και μια πιο υγιή διαπροσωπική ζωή.

Σε γενικές γραμμές, το άγχος μπροστά σε μια απειλή σχετίζεται με την αντίληψη μας σχετικά με τις πιθανότητες να συμβεί αυτό που φοβόμαστε και τη σοβαρότητα αυτού που θα συμβεί, καθώς επίσης με τις δυνατότητες μας αντιμετώπισης της κατάστασης.

Μία πολύ συνηθισμένη φοβία είναι αυτή των πτήσεων με αεροπλάνο. Παρόλο που τα δυστυχήματα είναι σπάνια και το αεροπλάνο αποτελεί το ασφαλέστερο μέσο μεταφοράς, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είτε αποφεύγουν να πετάξουν είτε πετάνε με μεγάλο φόβο, σε σημείο που πολλές φορές η πτήση τούς γίνεται εφιάλτης. Συχνά στην τελευταία περίπτωση γίνεται μάλιστα κατανάλωση αλκοόλ ή ηρεμιστικών τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της πτήσης. Αυτή η φοβία μπορεί να κάνει πολύ δύσκολη τη ζωή των ατόμων που οι επαγγελματικές τους ανάγκες είναι συνδεδεμένες με τη χρήση του αεροπλάνου.

Σε γενικές γραμμές, το άγχος μπροστά σε μια απειλή σχετίζεται με την αντίληψη μας σχετικά με  τις πιθανότητες να συμβεί αυτό που φοβόμαστε και τη σοβαρότητα αυτού που θα συμβεί, καθώς επίσης με τις δυνατότητες μας αντιμετώπισης της κατάστασης. Στην περίπτωση της φοβίας της πτήσης η σοβαρότητα αυτού που θα συμβεί και οι περιορισμένες πιθανότητες επιβίωσης σε περίπτωση ατυχήματος φαίνεται ότι πυροδοτούν το άγχος. Παραταύτα, τα παραπάνω δεν αποτελούν επαρκή εξήγηση της συγκεκριμένης φοβίας.
 
Οι λόγοι που μπορεί κάποιος να έχει μια τέτοια φοβία ποικίλλουν και διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν φοβία και με άλλα μέσα μεταφοράς και η φοβία της πτήσης αποτελεί ένα σύμπτωμα της «αγοραφοβίας», δηλαδή του γενικότερου φόβου τους να βρεθούν σε χώρους με πολύ κόσμο, απ’ όπου η διαφυγή θα ήταν δύσκολη. Άλλοι άνθρωποι έχουν όμως μόνο αυτή τη φοβία. Φαίνεται ότι συχνά πρόκειται για άτομα που έχουν μια έντονη ανάγκη για «έλεγχο». Αυτή η αυξημένη ανάγκη τους  να ελέγχουν τα πράγματα στη ζωή τους τα κάνει πιο ευάλωτα απέναντι σε μια τέτοια φοβία, αφού η πτήση με αεροπλάνο είναι μία κατάσταση στην οποία εμφανώς δεν έχουμε τον έλεγχο.
 
Στη θεραπεία είναι γενικά σημαντικό να κατανοήσουμε το πότε το άτομο απέκτησε τη φοβία αυτή. Τι άλλαξε στη ζωή του ατόμου την περίοδο που πρωτοεμφανίζεται η φοβία αυτή. Σε κάποιες περιπτώσεις κάποιος άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει μία τέτοια φοβία πολύ απλά γιατί είχε μία τραυματική εμπειρία μίας κακής πτήσης. Η αποφυγή του να μπει σε αεροπλάνο μετά από μία τέτοια εμπειρία εδραιώνει τη φοβία.
 
Η φοβία για τα αεροπλάνα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όμως συνδέεται και με άλλα ψυχικά ζητήματα που μπορεί να ταλαιπωρούν το άτομο, όπως συναισθήματα γενικευμένης ανασφάλειας, διαφόρων ειδών φοβίες, ψυχαναγκαστικές σκέψεις, καταναγκαστικές συμπεριφορές κλπ.
 
Αν βέβαια παρά το φόβο μας μπαίνουμε στο αεροπλάνο, τότε δε φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα όπως το να αποσπάμε την προσοχή μας κατά τη διάρκεια της πτήσης (π.χ. διαβάζοντας ένα βιβλίο ή μιλώντας με το διπλανό μας), η δυσφορία αυτή μπορεί να ελαττωθεί. Αν όμως ο φόβος μας είναι τέτοιος, που μας αποτρέπει από το να ταξιδέψουμε ή δημιουργεί δυσανάλογα μεγάλη δυσφορία, τότε ίσως χρειάζεται να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό για να μας βοηθήσει.

Η αυτοεκτίμηση χτίζεται σε νεαρή ηλικία, κυρίως μέσα από τις σχέσεις που έχει το παιδί με τους γονείς, τους συνομηλίκους και «σημαντικούς άλλους».

Ο όρος «αυτοεκτίμηση» αφορά στις σκέψεις, πεποιθήσεις, προσδοκίες, συναισθήματα κτλ που έχουμε για τον εαυτό μας. Με άλλα λόγια αυτά που πιστεύουμε ότι είμαστε, ότι μπορούμε να καταφέρουμε, ότι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς.

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να εκφράζεται μέσα από συνεχή αρνητική αυτοκριτκή και αμφιβολίες, δυσκολία λήψης αποφάσεων, προσαρμογή της γνώμης μας στη γνώμη των άλλων, αποφυγή «δύσκολων» καταστάσεων, παθολογικές σχέσεις, έλλειψη διεκδικητικής συμπεριφοράς κ.α. Αντίθετα ο άνθρωπος με υγιή αυτοεκτίμηση έχει μια θετική στάση απέναντι στη ζωή και στον εαυτό του, απέναντι στα λάθη που κάνει και τις δυσκολίες του, παίρνει αποφάσεις, διεκδικεί τα δικαιώματά του και μπορεί να θέτει στόχους με σιγουριά.
 
Η αυτοεκτίμηση χτίζεται σε νεαρή ηλικία, κυρίως μέσα από τις σχέσεις που έχει το παιδί με τους γονείς, τους συνομηλίκους και «σημαντικούς άλλους». Ο γονιός που απορρίπτει το παιδί του, δεν το επιβραβεύει, αδιαφορεί και/ή δεν το αποδέχεται όπως πραγματικά είναι, συντελεί στη δημιουργία ενός σαθρού υπόβαθρου που θα καθορίσει τη μετέπειτα ζωή του. Θα καθορίσει τη συμπεριφορά του, τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους και σε τελική ανάλυση την ευτυχία του.
 
Δεν είναι απαραίτητο ότι κάποιος άνθρωπος έχει την ίδια «χαμηλή αυτοεκτίμηση» σε όλους τους τομείς της ζωής του. Μπορεί κάποιος για παράδειγμα να έχει «χαμηλή αυτοεκτίμηση» στον τομέα των ερωτικών σχέσεων, αλλά να αισθάνεται σιγουριά στον επαγγελματικό τομέα. Πολύ συχνά μάλιστα η  «έλλειψη αυτοπεποίθησης» σε έναν τομέα (π.χ. στις σχέσεις) μπορεί να οδηγήσει το άτομο σε «υπερλειτουργία» σε άλλον τομέα (π.χ. κυνήγι καριέρας), μέσα στα πλαίσια μιας προσπάθειας «υπερ-αναπλήρωσης» του αισθήματος ανασφάλειας στον άλλο τομέα.
 
Σήμερα πολλοί από εμάς βασίζουμε την αυτοεκτίμηση στις επιτυχίες μας. Η αυτοεκτίμηση όμως αυτή που στηρίζεται στις επιτυχίες μας είναι στην πραγματικότητα μια «ψευδοεκτίμηση». Η πραγματική αυτοεκτίμηση στηρίζεται στην προσωπική μας αίσθηση αυτοσεβασμού, την οποία είτε αποκτήσαμε ήδη στην παιδική μας ηλικία είτε όχι, και  η οποία δεν μπορεί να στηριχτεί στην εμφάνιση, το ταλέντο, την επαγγελματική επιτυχία,το κοινωνικό status, τα χρήματα κτλ. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ότι πολλά διάσημα άτομα με πολλά χρήματα και άτομα που έχουν καταφέρει πολλά στη ζωή τους δεν έχουν παρόλα αυτά καλή σχέση με τον εαυτό τους, πάσχουν από κατάθλιψη και ενίοτε φτάνουν και μέχρι την αυτοκτονία (Marylin Monroe, Robin Williams κ.α).
 
Δεν είναι όμως ποτέ αργά να βελτιώσουμε την πληγωμένη μας αυτοεκτίμηση. Αυτό είναι κάτι που γίνεται μέσω της ψυχοθεραπείας, η οποία μας παρέχει «διορθωτικές εμπειρίες» πάνω στις αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος, βοηθώντας μας να βελτιώσουμε συναισθηματικές ελλείψεις, για τη δημιουργία των οποίων ναι μεν δε φταίγαμε εμείς, τις οποίες όμως παρόλα αυτά υποστήκαμε. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από το άγχος, τη θλίψη και την παθολογία που η «χαμηλή αυτοεκτίμηση» συνεπάγεται και να βελτιώσουμε σημαντικά το επίπεδο της ζωής μας. Αρκεί να βρούμε το θάρρος να κάνουμε αυτό το βήμα.

Το άτομο που βιώνει κρίσεις πανικού έχει την τάση να παρερμηνεύει φυσιολογικά συμπτώματα άγχους (π.χ. ταχυκαρδία, δύσπνοια κτλ) ως ένδειξη ότι κάτι κακό θα του συμβεί (π.χ. καρδιακό επεισόδιο, θάνατος). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του άγχους του που οδηγεί σε «πανικό».

Οι κρίσεις πανικού αποτελούν μία πολύ συνηθισμένη αγχώδη διαταραχή. Μία κρίση πανικού, σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια DSM-IV της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (American Psychiatric Association), αποτελεί μία διακριτή περίοδο έντονου φόβου ή δυσφορίας, κατά την οποία εμφανίζονται αιφνίδια κάποια από τα ακόλουθα συμπτώματα:
 
  • ταχυκαρδία
  • εφίδρωση
  • τρεμούλα ή έντονος πόνος
  • αίσθημα λαχανιάσματος ή ασφυξίας
  • αίσθημα πνιγμού
  • πόνος στο θώρακα
  • ναυτία ή κοιλιακή ενόχληση
  • αίσθημα ζάλης, αστάθειας ή τάση για λιποθυμία
  • αποπραγματοποίηση (αίσθημα μη πραγματικού) ή αποπροσωποίηση (αίσθημα «απόσπασης» από τον εαυτό)
  • φόβος απώλειας ελέγχου ή τρέλας
  • φόβος θανάτου
  • παραισθησίες (μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα)
  • ρίγη ή αίσθημα ζέστης
Το άτομο που βιώνει κρίσεις πανικού έχει την τάση να παρερμηνεύει φυσιολογικά συμπτώματα άγχους (π.χ. ταχυκαρδία, δύσπνοια κτλ) ως ένδειξη ότι κάτι κακό θα του συμβεί (π.χ. καρδιακό επεισόδιο, θάνατος). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του άγχους του που οδηγεί σε «πανικό».
 
Βασικό χαρακτηριστικό της διαταραχής πανικού αποτελεί ο φόβος της επόμενης κρίσης. Έτσι το άτομο συχνά προβαίνει σε διάφορες συμπεριφορές που στοχεύουν να αποτρέψουν το κακό που φοβάται ότι θα συμβεί και αποφεύγει πολλές καταστάσεις τις οποίες συνδέει με μια ενδεχόμενη κρίση πανικού. Έχει έντονο άγχος όταν βρίσκεται σε μέρη ή καταστάσεις με πολύ κόσμο, από όπου η φυγή μπορεί να είναι δύσκολη ή μπορεί να μην υπάρχει διαθέσιμη βοήθεια σε περίπτωση που εκδηλώσει μία κρίση πανικού. Πολλές φορές το άτομο χρειάζεται κάποιον συνοδό όταν βρίσκεται μακριά από το σπίτι ή μπορεί να περιορίζει τις μετακινήσεις του. Σε κάποιες περιπτώσεις το άτομο μπορεί να μην είναι σε θέση να αφήσει καθόλου το σπίτι του. Σ’αυτές τις περιπτώσεις η κρίση πανικού συνοδεύεται από «αγοραφοβία».
 
Οι κρίσεις πανικού συχνά επίσης συνυπάρχουν με άλλες ψυχολογικές διαταραχές, όπως άλλες αγχώδεις διαταραχές, υποχονδρίαση, διαταραχές διάθεσης κτλ. Μπορεί να έχουν διακυμάνσεις όσον αφορά στη συχνότητα και έντασή τους. Οι διακυμάνσεις αυτές συχνά σχετίζονται με ψυχοπιεστικά γεγονότα που αντιμετωπίζει κάποιος στη ζωή του. Αυτό σημαίνει ότι οι κρίσεις αυτές μπορεί να αποτελέσουν μία χρόνια διαταραχή, αν το άτομο δεν απευθυνθεί σε κάποιο ειδικό για την αντιμετώπισή τους, προκαλώντας σημαντική δυσλειτουργία στη ζωή του ατόμου και των γύρω του. 
 
Η  γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία σύμφωνα με έρευνες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού. Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδείκνυται ο συνδυασμός της με φαρμακευτική αγωγή. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει το άτομο να μάθει να διαχειρίζεται να συμπτώματα του άγχους του, να κατανοήσει την αιτία των κρίσεων αυτών, αλλά και να τροποποιήσει τις βαθύτερες πεποιθήσεις που έχει διαμορφώσει από την παιδική του ηλικία, οι οποίες τον εμποδίζουν να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ψυχοπιεστικές καταστάσεις της καθημερινότητας.
 
Έτσι χάρη στην ψυχοθεραπεία το άτομο μπορεί να ξεπεράσει τις κρίσεις πανικού βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα της ζωής του.